6/12/10

Παθήσεις του ουρογεννητικού συστήματος

ΚΥΣΤΕΟΟΥΡΗΤΗΡΙΚΗ ΠΑΛΙΝΔΡΟΜΗΣΗ (ΚΟΠ)
Ο όρος κυστεοουρητηρική παλινδρόμηση αναφέρεται στην παλίνδρομη ροή ούρων από την ουροδόχο κύστη στον ουρητήρα συνήθως κατά την προσπάθεια για ούρηση. Η ανεπάρκεια των μηχανισμών που εμποδίζουν την παλινδρόμηση στην κυστεοουρητηρική συμβολή μπορεί να είναι συγγενής (και να σχετίζεται με δυσπλασία, έκτοπο ουρητήρα, μεγακύστη ή εκκολπωμάτωση της ουροδόχου κύστης), ή επίκτητη (λόγω λοιμώξεων των ουροφόρων οδών, νευρογενούς κύστης ή απόφραξης της αποχέτευσης των ούρων). Η κατάσταση αυτή μπορεί να προκαλέσει επίμονες ή υποτροπιάζουσες ουρολοιμώξεις, πυελονεφρίτιδα, υδρονέφρωση ή νεφρική ανεπάρκεια (αν η δυσλειτουργία είναι αμφοτερόπλευρη).

ΚΡΥΨΟΡΧΙΑ / ΕΚΤΟΠΟΣ ΟΡΧΙΣ
Η κρυψορχία είναι μια συγγενής διαμαρτία της διάπλασης κατά την οποία ο ένας ή και οι δυο όρχεις παραμένουν στο εσωτερικό της κοιλότητας της κοιλίας ή στο βουβωνικό πόρο, σε οποιοδήποτε στάδιο της καθόδου τους προς το όσχεο. Σε μερικές περιπτώσεις η δυσκολία της καθόδου στη σωστή θέση μπορεί να οφείλεται σε στένωση του βουβωνικού πόρου. Όταν ο γεννητικός αδένας βρίσκεται έξω από το όσχεο και έξω από τη συνήθη πορεία της καθόδου του, χαρακτηρίζεται ως έκτοπος όρχις. Στις περιπτώσεις αυτές οι όρχεις μπορούν να εντοπίζονται στο μηρό, στη βάση του πέους ή στο περίνεο.

Αποφρακτικές παθήσεις

ΑΠΟΦΡΑΚΤΙΚΕΣ ΠΑΘΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΑΝΩΤΕΡΩΝ ΟΥΡΟΦΟΡΩΝ ΟΔΩΝ
Η αποφρακτική ουροπάθεια μπορεί να είναι οξεία ή χρόνια, ετερόπλευρη ή αμφοτερόπλευρη, ενώ η απόφραξη μπορεί να συμβεί σε οποιοδήποτε σημείο των ανωτέρων ουροφόρων οδών (από τα νεφρικά σωληνάρια ως τους ουρητήρες). Η πάθηση αυτή προκαλεί αυξημένη ενδοαυλική πίεση, υδρονέφρωση, στάση των ούρων, αυξημένη τάση για ανάπτυξη ουρολοιμώξεων και σχηματισμό λίθων καθώς και νεφρική δυσλειτουργία. Οι αιτίες μπορεί να είναι μηχανικές (ουρολιθίαση στα νεφρικά σωληνάρια, τη νεφρική πύελο ή τους ουρητήρες), ή λειτουργικές (δυσλειτουργία των ουρητήρων, δυσλειτουργία της κυστεοουρητηρικής συμβολής ή ακόμα και συμπίεση λόγω κάποιου όγκου ή κάποιας περιφερικής εξεργασίας όπως είναι η οπισθοπεριτοναϊκή ίνωση).΄

ΛΙΘΙΑΣΗ ΝΕΦΡΩΝ ΚΑΙ ΟΥΡΗΤΗΡΩΝ
Ο όρος ουρολιθίαση αναφέρεται στη συσσώρευση στερεών αλάτων ή λίθων μέσα στην ουροφόρα οδό. Στην περίπτωση της νεφροουρητηρικής λιθίασης, οι λίθοι καθιζάνουν στις κοιλότητες του νεφρού και μπορούν να παραμείνουν εκεί και να συνεχίσουν να διογκώνονται με την εναπόθεση υλικού ή να μετακινηθούν προς τον ουρητήρα. Σπανίως σχηματίζονται αυτόχθονες λίθοι του ουρητήρα. Το σχήμα και ο αριθμός των λίθων μπορούν να ποικίλλουν: από αμέτρητους σε αριθμό και μικροσκοπικού μεγέθους λίθους (σαν άμμο), μέχρι λίθους μεγάλους ακανόνιστου σχήματος ή κοραλλιοειδείς, που αλλάζουν τη μορφολογία του πυελοκαλυκικού συστήματος.

ΣΥΝΘΕΣΗ ΤΩΝ ΛΙΘΩΝ
Οι λίθοι αποτελούνται από άλατα μεταλλοειδών που σχηματίζονται γύρω από έναν οργανικό πυρήνα -matrix- (βλεννοπολυσακχαρίτες και βλεννοπρωτεΐνες). Η μεγάλη πλειονότητα των λίθων (γύρω στο 80%) είναι κυρίως οξαλοξικού ασβεστίου, αν και μπορούν να συνίστανται από φωσφορικό ή ανθρακικό ασβέστιο. Σχεδόν 5% των λίθων είναι ουρικού οξέος και ουρικού νατρίου, ασβεστίου ή αμμωνίου, ενώ 2% είναι λίθοι κυστίνης. Το υπόλοιπο ποσοστό περιλαμβάνει τους λίθους από εναμμώνιο φωσφορικό μαγνήσιο (στρουβίτης) που είναι ενδεικτικοί της παρουσίας ουρολοίμωξης.

ΛΙΘΙΑΣΗ ΤΗΣ ΟΥΡΟΔΟΧΟΥ ΚΥΣΤΗΣ
Οι λίθοι που απαντούν στην ουροδόχο κύστη μπορεί να είναι πρωτογενείς, αν σχηματίζονται μέσα στην ουροδόχο κύστη ή δευτερογενείς, αν έχουν μεταναστεύσει από τον ουρητήρα και παραμένουν στην κύστη. Με συνεχή εναπόθεση υλικού μπορούν να αυξάνουν σε μέγεθος. Οι πρωτογενείς λίθοι απαντούν σε ασθενείς με στάση των ούρων και υπόλειμμα ούρων μετά τηην ούρηση (αποφρακτική ουροπάθεια κατώτερων ουροφόρων οδών λόγω διαταραχών στον αυχένα της ουροδόχου κύστης, υπερτροφίας του προστάτη ή στενωμάτων της ουρήθρας). Οι δευτερογενείς λίθοι μπορεί να σχηματιστούν σε νευρογενή κυστεοουρηθρική δυσλειτουργία ή μπορεί να είναι ετερόχθονες προερχόμενοι από το ανώτερο ουροποιητικό επί αδυναμίας αποβολής τους από την κύστη. Η δυσουρία, η συχνουρία, η αιματουρία, η έπειξη για ούρηση και η ακράτεια από υπερπλήρωση είναι τα πιο συνηθισμένα συμπτώματα. Επίσης, οι λίθοι μπορούν να ενσφηνωθούν στην ουρήθρα προκαλώντας οξεία κατακράτηση ούρων. Άλλες φλεγμονές όπως η κυστίτιδα και η περικυστίτιδα είναι επίσης συχνές.

ΑΠΟΦΡΑΚΤΙΚΗ ΟΥΡΟΠΑΘΕΙΑ ΤΩΝ ΚΑΤΩΤΕΡΩΝ ΟΥΡΟΦΟΡΩΝ ΟΔΩΝ
Η απόφραξη στο κατώτερο ουροποιητικό μπορεί να είναι απότοκος μηχανικών αιτίων, το πιο συνηθισμένο από τα οποία είναι η καλοήθης υπερπλασία του προστάτη (ΚΥΠ), παθήσεων του αυχένα της ουροδόχου κύστης, στενωμάτων της ουρήθρας, κάκωσης της ουρήθρας, παρουσίας ξένου σώματος, βαλβίδων της οπίσθιας ουρήθρας και καρκίνου του προστάτη. Υπάρχουν, επίσης, λειτουργικά αίτια, όπως η δυσενέργεια εξωστήρα - έξω σφιγκτήρα στη νευρογενή κύστη και σπανίως η λήψη ορισμένων φαρμάκων. Η αποφρακτική ουροπάθεια των κατωτέρων ουροφόρων οδών χαρακτηρίζεται από δυσκολία στην ούρηση, μείωση της ακτίνας της ούρησης, υπόλειμμα ούρων μετά την ούρηση, νυκτουρία, έπειξη για ούρηση και ακράτεια.

ΚΑΛΟΗΘΗΣ ΥΠΕΡΤΡΟΦΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΣΤΑΤΗ
Ως καλοήθης υπερτροφία του προστάτη (ΚΥΠ) ορίζεται η διόγκωση του αδένα του προστάτη σε τέτοιο βαθμό ώστε να προκαλούνται συμπτώματα των κατωτέρων ουροφόρων οδών. Ανεξάρτητα από την αιτία ή το πραγματικό μέγεθος του προστάτη, τα αποφρακτικά συμπτώματα (ή συμπτώματα ούρησης) εμφανίζονται όταν ο ιστός του αδένα πιέζει την προστατική μοίρα της ουρήθρας, που διέρχεται από το εσωτερικό του, ελαττώνοντας τη διάμετρο του αυλού της και εμποδίζοντας τη φυσιολογική ροή των ούρων. Τα αποφρακτικά συμπτώματα είναι οι κύριες κλινικές εκδηλώσεις της ΚΥΠ.

ΚΛΙΝΙΚΕΣ ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ
Οι κλινικές εκδηλώσεις της ΚΥΠ ταξινομούνται σε συμπτώματα πλήρωσης (αποφρακτικά) και σε συμπτώματα ούρησης (ερεθιστικά). Τα πρώτα περιλαμβάνουν αδύναμη ή μειωμένη ακτίνα της ούρησης, καθυστέρηση έναρξης της ούρησης, αίσθημα ατελούς κένωσης της κύστης, επίσχεση ούρων, διάταση της ουροδόχου κύστης και παράδοξη ακράτεια ή ακράτεια από υπερπλήρωση. Ως ερεθιστικά συμπτώματα χαρακτηρίζονται η επιτακτικότητα (επιτακτική ούρηση), συχνουρία, νυκτουρία και επιτακτική ακράτεια. Η Αμερικανική Ουρολογική Εταιρεία έχει βαθμολογήσει τα συμπτώματα, επιτρέποντας την ταξινόμησή τους σε ήπια, μέτρια και σοβαρά συμπτώματα.

ΠΑΘΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΑΥΧΕΝΑ ΤΗΣ ΚΥΣΤΗΣ - ΣΤΕΝΩΣΗ ΤΗΣ ΟΥΡΗΘΡΑΣ
Ο μυς του αυχένα της κύστης λειτουργεί ως πραγματικό φράγμα (στον άνδρα), ξεχωρίζοντας την ουροδόχο κύστη από την οπίσθια ουρήθρα. Κατεβαίνει όταν αρχίζει η ούρηση και ανεβαίνει μόλις ολοκληρωθεί. Εμποδίζει επίσης την παλίνδρομη ροή του σπέρματος προς την κύστη. Οι παθήσεις του αυχένα της κύστης μπορεί να είναι ανατομικές και λειτουργικές. Η υπερτροφία μπορεί να προκαλέσει συμπτώματα αποφρακτικής ουροπάθειας. Οι βαλβίδες της ουρήθρας, που βρίσκονται μεταξύ του σπερματικού λοφιδίου και του αυχένα της κύστης, μπορούν να αποφράξουν τον αυλό της ουρήθρας ολικώς ή μερικώς, αν έχουν μεγεθυνθεί παθολογικά. Η μακροχρόνια υπερτονία του συμπαθητικού οδηγεί σε δυσλειτουργία του αυχένα της κύστης. Η απόφραξη του αυχένα της κύστης στις περισσότερες περιπτώσεις προκαλείται από φλεγμονή με συνέπεια ινομυώδη διαταραχή. Μπορεί να συμβεί μετά από χειρουργική αφαίρεση του προστάτη ή να είναι αποτέλεσμα νευρολογικής βλάβης.

ΟΞΕΙΑ ΕΠΙΣΧΕΣΗ ΤΩΝ ΟΥΡΩΝ
Η επίσχεση των ούρων, δηλαδή η αδυναμία κένωσης της κύστης, μπορεί να παρατηρηθεί ως οξεία, υποξεία ή χρόνια διαταραχή. Η οξεία διάταση συνοδεύεται από ψηλαφητό όγκο της κύστης στο κοιλιακό τοίχωμα, υπερηβικό άλγος και σημαντική δυσουρία που μπορεί να καταλήξει σε πλήρη επίσχεση των ούρων. Στις περιπτώσεις αυτές μπορεί να παρατηρηθεί παράδοξη ακράτεια ή ακράτεια από υπερπλήρωση. Δυσλειτουργία της ουροδόχου κύστης με μειωμένη δραστηριότητα του εξωστήρα μυ και υπερτονία του σφιγκτήρα οδηγεί συνήθως σε οξεία επίσχεση. Αυτή είναι αρκετά συνηθισμένη ύστερα από μια χειρουργική επέμβαση (ανάλογα με τον τύπο της επέμβασης και της αναισθησίας). Η ΚΥΠ είναι συνηθισμένη αιτία επίσχεσης των ούρων. Μπορεί να προκληθεί από εκούσια και παρατεταμένη συγκράτηση των ούρων, ακινητοποίηση, έκθεση στο κρύο ή κατανάλωση οινοπνεύματος. Φάρμακα, όπως τα αντιχολινεργικά, η ψευδοεφεδρίνη ή η διφενυδραμίνη, μπορούν επίσης να προκαλέσουν αυτή τη διαταραχή. Άλλα αίτια είναι οι ουλώδεις στενώσεις της ουρήθρας (σπανίως), η προστατίτιδα και η λιθίαση.

Δεν υπάρχουν σχόλια: