4/12/10

Ανατομία και φυσιολογία του ανδρικού ουρογεννητικού συστήματος

ΤΟ ΟΥΡΟΓΕΝΝΗΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
Το ουρογεννητικό σύστημα στους άνδρες αποτελείται από το ουροποιητικό και από το αναπαραγωγικό σύστημα, που επιτελούν και τα δύο σημαντικές λειτουργίες όπως η απεκκριτική και η αναπαραγωγική. Εργάζονται ανεξάρτητα το ένα από το άλλο και ο λεπτός συντονισμός τους γίνεται από το κεντρικό νευρικό σύστημα.
Το ουρογεννητικό σύστημα αποτελείται από τα όργανα παραγωγής των ούρων (τους νεφρούς), το αποχετευτικό σύστημα μεταφοράς των ούρων από τους νεφρούς στην ουροδόχο κύστη (νεφρικοί κάλυκες, νεφρική πύελος και ουρητήρες), την ουροδόχο κύστη, όπου αποθηκεύονται τα ούρα ανάμεσα στις ουρήσεις και την ουρήθρα, τον αγωγό εκκένωσης της κύστης.
Η ουρήθρα στον άνδρα έχει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Περιβάλλεται από τον προστάτη, στο αρχικό τμήμα της, ενώ στη συνέχεια διατρέχει το σπογγώδες σώμα της ουρήθρας, επιτρέποντας τη δίοδο του σπέρματος κατά τη διάρκεια της εκσπερμάτισης.
Η απεκκριτική νεφρική οδός ξεκινά με τους ελάσσονες νεφρικούς κάλυκες, σωληνίσκους μικρού μεγέθους, που εκβάλλουν σε μεγαλύτερους συγκεντρωτικούς πόρους, τους μείζονες νεφρικούς κάλυκες.
Οι μείζονες κάλυκες ενώνονται για να σχηματίσουν τη νεφρική πύελο, που στενεύει, ακολούθως, σχηματίζοντας τον ουρητήρα, ο οποίος τελικά εκβάλλει στην ουροδόχο κύστη. Όταν είναι κενή η ουροδόχος κύστη βρίσκεται εξολοκλήρου μέσα στην πύελο, πίσω από την ηβική σύμφυση. Καθώς γεμίζει, επεκτείνεται στην κοιλότητα της κοιλίας. Στους άνδρες, η κύστη βρίσκεται πάνω από τον προστάτη, μπροστά και πάνω από το ορθό και τις σπερματοδόχους κύστεις. Η ουρήθρα διακρίνεται σε τρεις μοίρες: την προστατική, την υμενώδη και την πεϊκή. Όταν είναι χαλαρό, το πέος κρέμεται μπροστά από το όσχεο, που περιέχει τους όρχεις.

Ο ΝΕΦΡΟΣ
Οι νεφροί βρίσκονται στο οπίσθιο κοιλιακό τοίχωμα, οπισθοπεριτοναϊκά, στις δύο πλευρές της σπονδυλικής στήλης, στο επίπεδο των τελευταίων δύο θωρακικών σπονδύλων και των πρώτων δύο ή τριών οσφυϊκών σπονδύλων. Ο δεξιός νεφρός βρίσκεται σαφώς χαμηλότερα από τον αριστερό. Τα όργανα αυτά στηρίζονται στη θέση τους κυρίως από το ινώδες περίβλημά τους και την κάψα του περινεφρικού λίπους. Η πύλη, ένα ανατομικό στοιχείο που βρίσκεται στην έσω επιφάνεια των νεφρών, οδηγεί σε μια κοιλότητα που ονομάζεται νεφρική κοιλία (ή κόλπος) από την οποία διέρχονται τα αιμοφόρα αγγεία, τα νεύρα και η αποχετευτική οδός. Όλα αυτά τα στοιχεία μαζί αποτελούν το νεφρικό μίσχο. Το άνω όριο του μίσχου αυτού βρίσκεται σε επαφή με την κάψα του επινεφριδίου. Στη νεφρική κοιλία υπάρχουν οι θηλές από τις πυραμίδες του Malpighi (νεφρικές ή μαλπιγγιανές πυραμίδες).

ΤΑ ΝΕΦΡΙΚΑ ΑΓΓΕΙΑ
Κοντά στην πύλη του νεφρού η νεφρική αρτηρία διακλαδίζεται σ’ ένα πρόσθιο (προπυελικό) και έναν οπίσθιο (οπισθοπυελικό) κλάδο. Οι δύο αυτοί κλάδοι διακλαδίζονται περαιτέρω σε πολλούς κλάδους μέσα στη νεφρική πύλη και εισδύουν στο νεφρικό παρέγχυμα σχηματίζοντας τις λοβιακές αρτηρίες, οι οποίες στη συνέχεια διακλαδίζονται ακόμα περισσότερο στα πολλαπλά μεσολόβια αρτηρίδια. Οι πυραμίδες του Malpighi αιματώνονται από τα ευθέα αγγεία. Τα προσαγωγά αρτηρίδια σχηματίζουν τα σπειράματα, που είναι κυριολεκτικά ένα «μάτσο» τριχοειδών αγγείων.
Το αίμα απομακρύνεται από το νεφρικό σπείραμα με τα απαγωγά αρτηρίδια, που καταλήγουν σ’ ένα φλεβίδιο.
Οι μεσολόβιες φλέβες σχηματίζουν ζεύγη με τις ομώνυμες αρτηρίες, σχηματίζουν τις λοβιακές φλέβες και φτάνουν στη νεφρική πύλη, όπου συνενώνονται σε μεγαλύτερα αγγεία, που τελικά σχηματίζουν τη νεφρική φλέβα. Συνολικά οι αρτηρίες βρίσκονται σ’ ένα επίπεδο πρόσθιο, σε σχέση με τις φλέβες.

Η ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΝΕΦΡΟΥ
Η κύρια λειτουργία του νεφρού είναι η διήθηση του αίματος και η απέκκριση καταλοίπων του μεταβολισμού, της περίσσειας του ύδατος και των ηλεκτρολυτών. Πολλοί μεταβολίτες φαρμάκων αποβάλλονται από τα νεφρά. Παράλληλα με αυτή την απεκκριτική λειτουργία, καθώς τα ούρα παράγονται σε εκατομμύρια μικροσκοπικές μονάδες (τους νεφρώνες), εκτελούνται κι άλλες λειτουργίες που είναι απαραίτητες για τη διατήρηση της ομοιόστασης του σώματος, όπως η ρύθμιση του όγκου των υγρών του σώματος, η διατήρηση του ιοντικού και οσμωτικού ισοζυγίου και της οξεοβασικής ισορροπίας. Ο νεφρός συμμετέχει στη ρύθμιση της αρτηριακής πίεσης, όχι μόνο με την αποβολή του νατρίου, αλλά και με την έκκριση της ρενίνης. Παίζει, επίσης, ρόλο στο μεταβολισμό των φωσφορικών και των αλάτων ασβεστίου, μέσω της ενεργοποίησης της καλσιτριόλης και έχει ενδοκρινική λειτουργία εκκρίνοντας ερυθροποιητίνη.

ΤΟ ΕΠΙΝΕΦΡΙΔΙΟ
Τα επινεφρίδια βρίσκονται κοντά στο πρόσθιο έσω όριο των νεφρών, αλλά δεν σχετίζονται με το ουρογεννητικό σύστημα. Συμπεριλαμβάνονται στη νεφρική μονάδα, περιβαλλόμενα από την περινεφρική περιτονία και τη λιπώδη κάψα. Τόσο ως προς τη δομή όσο και ως προς τη λειτουργία, αποτελούνται από δύο διακριτές περιοχές: το φλοιό των επινεφριδίων και το μυελό των επινεφριδίων. Αποτελούνται από ινώδες στρώμα, τη φλοιώδη μοίρα που αποτελείται από φλοιώδεις χορδές (που έχουν σχέση με την παραγωγή και την έκκριση των γλυκοκορτικοειδών και των αλατοκορτικοειδών ορμονών) και τη μυελώδη μοίρα που έχει σχέση με το χρωμόφιλο σύστημα.

Ο ΟΥΡΗΤΗΡΑΣ
Ο ουρητήρας, ένας σωλήνας μήκους περίπου 25 cm, ξεκινάει από τη νεφρική πύελο και καταλήγει στην ουροδόχο κύστη, ακολουθώντας μια λοξή πορεία προς τα κάτω και έσω. Μια πρώτη περιοχή στένωσης εντοπίζεται λίγο κάτω από την έκφυσή του: η πυελοουρητηρική συμβολή. Πριν εισέλθει στην πύελο, διέρχεται εμπρός από τα λαγόνια αγγεία. Μόλις εισέλθει στην πύελο του άνδρα ο ουρητήρας διέρχεται κάτω από τον σπερματικό πόρο και εισέρχεται στην ουροδόχο κύστη, ανάμεσα στον πυθμένα της σπερματοδόχου κύστης και στο οπίσθιο τοίχωμα της ουροδόχου κύστης, εντός του οποίου πορεύεται λοξά από έξω και άνω προς τα έσω και κάτω (προς τον κυστικό αυχένα).

Η ΚΥΣΤΕΟΟΥΡΗΤΗΡΙΚΗ ΣΥΜΒΟΛΗ
Μια στιβάδα επιμηκών μυϊκών ινών (μυς του Waldeyer) συνδέει τους ουρητήρες με την ουροδόχο κύστη και εισέρχεται ανάμεσα στις ίνες του εξωστήρα μυ της κύστης.
Το άκρο του ουρητήρα εισδύει στην ουροδόχο κύστη μέσω του ουρητηρικού χάσματος και οι μυϊκές ίνες του απλώνονται σαν βεντάλια, έτσι ώστε να μπλέκονται με τις ετερόπλευρες μυϊκές ίνες, σχηματίζοντας τον τρίγωνο μυ ή επιπολής τρίγωνο (κυστικό τρίγωνο). Οι οπίσθιες ίνες του μυ του Waldeyer διαπλέκονται με εκείνες που βρίσκονται πίσω από το ουρητηρικό στόμιο και σχηματίζουν το κυστικό τρίγωνο. Η συμβολή των μυϊκών ινών με τον τρόπο αυτόν σχηματίζει ένα αντιπαλινδρομικό μηχανισμό στον οποίο συμβάλλει και η συμπίεση που υφίσταται ο ουρητήρας στην ενδοτοιχωματική του μοίρα από τα ούρα, κατά την πλήρωση της κύστης.

Η ΟΥΡΟΔΟΧΟΣ ΚΥΣΤΗ
Στο εσωτερικό της ουροδόχου κύστης μπορούν να παρατηρηθούν τρία στόμια: ένα στην πρόσθια και μέση περιοχή (αυχένας της κύστης ή έσω ουρηθρικό στόμιο) και τα άλλα δύο, επί τα εκτός (ουρητηρικά στόμια), στενά και με ελλειπτικό σχήμα, που ορίζονται εξωτερικά από μια δρεπανοειδή πτυχή του βλεννογόνου, που αποκαλείται εσφαλμένα «ουρητηρική βαλβίδα». Και τα τρία στόμια αποτελούν τις κορυφές του ονομαζόμενου «τριγώνου του Lieutaud», που επικαλύπτεται από βλεννογόνο με λεία και ομοιόμορφη υφή. Τις τρεις πλευρές του τριγώνου σχηματίζουν οι προβολές των μυϊκών ινών των ουρητήρων. Το τρίγωνο του Lieutaud βρίσκεται σε στενή σχέση με τον προστάτη στους άνδρες.
Το πάχος των τοιχωμάτων της ουροδόχου κύστης μπορεί να ποικίλλει: από 8-15 mm, όταν είναι κενή, μέχρι 3-4 mm, όταν διατείνεται. Στο τοίχωμα παρατηρούνται τρεις χιτώνες: ο ορογόνος (εξωτερικός), ο μυϊκός (ενδιάμεσος) και ο βλεννογόνιος (εσωτερικός) χιτώνας. Ο μυς του τοιχώματος της κύστης, ή εξωστήρας μυς, σχηματίζεται από μυϊκές ίνες που διατάσσονται ελικοειδώς από τη βάση της ουροδόχου κύστης ως την κορυφή της. Στην περιοχή του αυχένα ο μυς σχηματίζει το σφιγκτήρα της ουροδόχου κύστης ή έσω σφιγκτήρα της ουρήθρας.
Με την πάροδο του χρόνου αυτό το μυϊκό τοίχωμα υπερτρέφεται κατά τέτοιο τρόπο ώστε οι δεσμίδες των μυϊκών ινών προβάλλουν κάτω από το βλεννογόνο και ορισμένες φορές παρουσιάζουν την εικόνα των δοκίδων στο τοίχωμα της κύστης.

ΤΟ ΑΝΤΑΝΑΚΛΑΣΤΙΚΟ ΤΗΣ ΟΥΡΗΣΗΣ
Η διαδικασία της ούρησης πυροδοτείται από τη δράση ενός περιφερικού ερεθίσματος (διάταση της κύστης) που μεταδίδεται με τα πυελικά νεύρα και τα νεύρα του αιδοιικού πλέγματος στους ιερούς κινητικούς νευρώνες. Το ιερό νωτιαίο κέντρο της ούρησης, όμως, προκαλεί μόνο την έναρξη της ούρησης, αλλά δεν μπορεί να τη διατηρήσει. Άλλοι υπερνωτιαίοι κινητικοί νευρώνες, στον προμήκη μυελό, τη γέφυρα και τον μεσεγκέφαλο (κέντρο πλήρωσης και κέντρο ούρησης) συμμετέχουν σε αυτή τη λειτουργία, τροποποιώντας την αρχική νωτιαία κινητική αντίδραση. Κάποια φλοιώδη και υποφλοιώδη κέντρα παρέχουν ένα τρίτο επίπεδο απαρτίωσης, προσδίδοντας εκούσιο χαρακτήρα στην ούρηση. Η λειτουργική απαρτίωση εξασφαλίζει ότι, κάτω από φυσιολογικές συνθήκες, η ούρηση είναι μια ενσυνείδητη, εκούσια και καλά συγχρονισμένη διαδικασία.

Ο ΠΡΟΣΤΑΤΗΣ
Ο προστάτης είναι ένα όργανο το οποίο αποτελείται από αδένα που περιβάλλει την αρχική μοίρα της ουρήθρας. Βρίσκεται κάτω από την ουροδόχο κύστη, πάνω στο πυελικό έδαφος, μπροστά από το ορθό και πίσω από την ηβική σύμφυση, περιβάλλει την προστατική μοίρα της ουρήθρας και τους σπερματικούς πόρους. Ο προστάτης είναι ένας αδένας που έχει κωνικό σχήμα, με την κορυφή προς τα πάνω και την επιφάνειά του πεπλατυσμένη από εμπρός προς τα πίσω. Το σχήμα του θυμίζει κάστανο. Περιβάλλεται από ινώδη κάψα. Αφορίζεται από τον προπροστατικό υμένα (περιτονία του Zuckerkandl) στην πρόσθια επιφάνειά του, από την περιτονία του Denonvillier στην οπίσθια επιφάνειά του και από την πλάγια προστατική περιτονία στις πλευρές του.

ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΣΤΑΤΗ
Ο προστάτης είναι ένας αδένας που αποτελεί εξάρτημα του ανδρικού γεννητικού συστήματος, του οποίου το έκκριμα αποθηκεύεται με το αντίστοιχο έκκριμα των σπερματοδόχων κύστεων, ώστε να αυξηθεί ο όγκος του σπέρματος που αποβάλλεται κατά την εκσπερμάτωση, να αυξηθεί η γλοιότητά του και να παρέχονται τα απαραίτητα θρεπτικά στοιχεία για το σπέρμα. Ο προστατικός αδένας έχει μια βασική έκκριση: παράγει συνεχώς ένα έκκριμα (από 0,5 μέχρι 2 cc την ημέρα), που διοχετεύεται στην ουρήθρα και αποβάλλεται με την ούρηση. Η προστατική έκκριση ρυθμίζεται κυρίως από τη δράση των ανδρογόνων ορμονών και από νευρικά ερεθίσματα. Η παραγωγή του προστατικού υγρού αυξάνεται στη διάρκεια της συνουσίας.

ΟΙ ΣΠΕΡΜΑΤΟΔΟΧΟΙ ΚΥΣΤΕΙΣ
Οι σπερματοδόχοι κύστεις είναι υμενώδη όργανα που αποθηκεύουν σπέρμα μεταξύ των εκσπερματίσεων. Βρίσκονται ακριβώς πάνω από τη βάση του προστάτη και καθεμιά συνδέεται με το πέρας του κάθε σπερματικού πόρου, σχηματίζοντας τον εκσπερματικό πόρο. Οι εκσπερματικοί πόροι διατρέχουν όλο το πάχος του προστάτη, μέχρι την προστατική μοίρα της ουρήθρας, όπου και εκβάλλουν στην περιοχή του σπερματικού λοφιδίου.

Η ΑΝΑΤΟΜΙΑ ΤΟΥ ΠΕΟΥΣ
Η ρίζα του πέους εισχωρεί στο σώμα πάνω από το όσχεο και μπροστά από την ηβική σύμφυση. Στην κατάσταση της χαλάρωσης, το σχήμα του πέους μοιάζει με αποπλατυσμένο κύλινδρο, ενώ όταν βρίσκεται σε στύση, παίρνει το σχήμα ενός τριγωνικού πρίσματος. Το άκρο του πέους σχηματίζει μια κωνική δομή, τη βάλανο, στο πρόσθιο τμήμα της οποίας εντοπίζεται το στόμιο της ουρήθρας. Ανάμεσα στη βάλανο και το σώμα του πέους υπάρχει η βαλανοποσθική αύλακα, γύρω από την οποία αναδιπλώνεται το δέρμα που καλύπτει το πέος, διαμορφώνοντας την ακροποσθία. Κατά τη στύση το πέος αποτελείται από δύο πλάγια κυλινδρικά σώματα που ονομάζονται σηραγγώδη σώματα και ένα προς τα εμπρός, που ονομάζεται σπογγώδες σώμα (ή σπογγώδες σώμα της ουρήθρας).

Η ΑΙΜΑΤΩΣΗ ΤΟΥ ΠΕΟΥΣ
Οι επιπολής αρτηρίες του πέους αιματώνουν την εξωτερική του επιφάνεια και είναι κλάδοι των έξω αιδοιικών αρτηριών και της επιπολής περινεϊκής αρτηρίας, ενώ οι εν τω βάθει αρτηρίες δίνουν αίμα στα στυτικά όργανα. Όλες οι αρτηρίες του στυτικού μηχανισμού είναι κλάδοι της έσω αιδοιικής και πορεύονται προς τα σηραγγώδη σώματα και προς το σπογγώδες σώμα. Οι αρτηρίες των σηραγγωδών σωμάτων είναι αγγεία που κατευθύνονται προς τη βάλανο διακλαδιζόμενες σε πολυάριθμους περιελιγμένους σπειροειδείς κλάδους που ονομάζονται ελικοειδείς αρτηρίες και γεμίζουν τους σηραγγώδεις κόλπους των σηραγγωδών σωμάτων. Οι αρτηρίες των στυτικών οργάνων μπορούν είτε να αιματώνουν αποκλειστικά τα όργανα αυτά ή να δημιουργούν ένα λειτουργικό στυτικό δίκτυο, με κλάδους που επικοινωνούν απευθείας με τους σηραγγώδεις κόλπους των σηραγγωδών σωμάτων.

ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΣΤΥΣΗΣ ΤΟΥ ΠΕΟΥΣ
Η στύση είναι ένα νευροαγγειακό γεγονός με το οποίο τα σηραγγώδη σώματα και το σπογγώδες σώμα διογκώνονται καθώς πληρούνται με αίμα. Ο φυσιολογικός μηχανισμός αρχίζει με την αύξηση της ροής του αίματος προς το πέος και την πλήρωση των σηραγγωδών κόλπων με αίμα.
Η χαλάρωση των λείων μυϊκών ινών που περιβάλλουν σαν δίκτυο τις ελικοειδείς αρτηρίες προκαλεί αυξημένη ροή του αίματος στο πέος, που καταλήγει σε ενεργητική συμφόρηση των στυτικών ιστών. Η διάταση, που περιορίζεται από τον ινώδη χιτώνα, συμπιέζει τα αποχετευτικά φλεβίδια περιορίζοντας έτσι τη φλεβική απορροή και εξασφαλίζοντας στο πέος σκληρότητα και ακαμψία. Η χαλάρωση των λείων μυϊκών ινών ελέγχεται από το παρασυμπαθητικό νευρικό σύστημα. Το συμπαθητικό νευρικό σύστημα ελέγχει την εκσπερμάτωση.
Καθώς συσπώνται τα μυϊκά ινίδια, το αίμα που έχει γεμίσει τις κοιλότητες συμπιέζεται προκαλώντας υποχώρηση της στύσης.

ΜΟΡΙΑΚΗ ΒΑΣΗ ΤΗΣ ΣΤΥΣΗΣ ΤΟΥ ΠΕΟΥΣ
Με τη σεξουαλική διέγερση (διαμέσου αισθητικών ή νοητικών ερεθισμάτων) απελευθερώνεται μονοξείδιο του αζώτου (ΝΟ) από παρασυμπαθητικούς, μη αδρενεργικούς, μη χολινεργικούς νευρώνες (ΝΑΝC). Είναι γνωστό ότι το ΝΟ είναι το πιο ισχυρό αγγειοδραστικό μόριο σε ολόκληρο το καρδιαγγειακό σύστημα. Για τη λειτουργία των σηραγγωδών σωμάτων, η τοπική χαλάρωση των λείων μυϊκών ινών και, επομένως η στύση, εξαρτάται κυρίως από την απελευθέρωση του ΝΟ. Το ΝΟ ενεργοποιεί τη γουανυλική κυκλάση (GC), ένα ένζυμο που προάγει το σχηματισμό ενός δεύτερου αγγελιοφόρου μορίου, της κυκλικής μονοφωσφορικής γουανοσίνης (cGMP), μέσω του οποίου μεταφέρεται η χαλαρωτική δράση του ΝΟ στις λείες μυϊκές ίνες. Η διατήρηση του τόνου των λείων μυϊκών ινών και η στύση εξαρτώνται από την ακεραιότητα της ανταπόκρισης στη νευρική διέγερση και της λειτουργίας των παρακρινικών/αυτοκρινικών συστημάτων.

Ο ΟΡΧΙΣ
Οι όρχεις, γεννητικοί αδένες του άρρενος (γονάδες), είναι αδένες έσω έκκρισης. Εντοπίζονται, φυσιολογικά, μέσα στο όσχεο, κάτω από το πέος. Ο αριστερός όρχις βρίσκεται σε λίγο χαμηλότερο επίπεδο από τον δεξιό. Είναι όργανα ωοειδούς σχήματος, βάρους 20 γραμμαρίων περίπου, που περιβάλλονται από έναν ινώδη, ανθεκτικό και μη διατατό υμένα: τον ινώδη χιτώνα. Μια πάχυνση του ινώδη χιτώνα, που είναι γνωστή με το όνομα σώμα του Highmore, προεξέχει στο άνω όριο του όρχι. Στο εσωτερικό του υπάρχουν πολυάριθμα αγγεία και πόροι: οι σπερματικοί πόροι.
Ο όρχις διαιρείται σε μικρά λόβια με διαφραγμάτια, που ξεκινούν ακτινωτά από το σώμα του Highmore.

ΑΞΟΝΑΣ ΥΠΟΘΑΛΑΜΟΥ – ΥΠΟΦΥΣΗΣ - ΓΟΝΑΔΩΝ
Η ορμόνη που προκαλεί έκκριση των γοναδοτροπινών (GnRH) εκκρίνεται από τον υποθάλαμο κατά ώσεις. Μέσω του συστήματος υποθαλάμου - υπόφυσης φτάνει στην αδενοϋπόφυση, όπου διεγείρει την έκκριση ωχρινοτρόπου (LH) και θυλακιοτρόπου ορμόνης (FSH) στη γενική κυκλοφορία. Μέσα στον όρχι η LH διεγείρει την παραγωγή τεστοστερόνης από τα κύτταρα του Leydig. Μέσω ενός μηχανισμού αρνητικής ανατροφοδότησης, η τεστοστερόνη αναστέλλει την έκκριση τόσο της GnRH όσο και της LH. Η FSH διεγείρει την παραγωγή μιας πρωτεΐνης από τα κύτταρα του Sertoli που δεσμεύει τα ανδρογόνα. Η πρωτεΐνη αυτή στη συνέχεια ελευθερώνει ινχιμπίνη, η οποία, μαζί με την τεστοστερόνη, τη διϋδροτεστοστερόνη και την οιστραδιόλη αναστέλλουν την έκκριση της FSH.

Η ΣΠΕΡΜΑΤΟΓΕΝΕΣΗ
Ως σπερματογένεση αναφέρεται η δημιουργία των αρσενικών γαμετών στο εσωτερικό του όρχι. Η διαδικασία αυτή γίνεται για πρώτη φορά στα χρόνια της εφηβείας και συνεχίζεται κατά τη διάρκεια όλης της ζωής. Η πλήρης διαδικασία της ωρίμανσης από τα σπερματογόνια (που βρίσκονται στη βασική μεμβράνη των σπερματικών σωληναρίων) ως τα σπερματοζωάρια (στο εσωτερικό του αυλού) διαρκεί 74 ημέρες. Τα σπερματογόνια υφίστανται μιτωτική διαίρεση και μετατρέπονται σε πρωτογενή σπερματοκύτταρα, τα οποία στη συνέχεια, μέσω μειωτικής διαίρεσης, γίνονται δευτερογενή σπερματοκύτταρα (με απλοειδή αριθμό χρωμοσωμάτων). Ύστερα από μια δεύτερη μειωτική διαίρεση, τα δευτερογενή σπερματοκύτταρα μετατρέπονται σε σπερματίδες. Έτσι, κάθε πρωτογενές σπερματοκύτταρο καταλήγει στο σχηματισμό τεσσάρων σπερματίδων.

ΤΟ ΣΠΕΡΜΑΤΟΖΩΑΡΙΟ
Το σπερματοζωάριο, ο αρσενικός γαμέτης, είναι ένα απλοειδές κύτταρο που εμφανίζει τρεις καλά διαφοροποιημένες περιοχές: την κεφαλή, το μέσο τμήμα και την ουρά ή μαστίγιο. Η κεφαλή περιέχει πυρηνικό DNA, πολύ λίγο κυτταρόπλασμα και μια μικρή προεξοχή που ονομάζεται ακρόσωμα (προερχόμενο από τη συσκευή Golgi) που περιβάλλει το πρόσθιο τμήμα του πυρήνα και περιέχει ένζυμα που θα επιτρέψουν τη διείσδυση στο ωάριο. Το μέσο τμήμα χαρακτηρίζεται από την παρουσία ενός περιβλήματος από μιτοχόνδρια που διατάσσονται σε μια σφιχτή έλικα και περιέχουν την ενέργεια που είναι απαραίτητη για την κίνηση του σπερματοζωαρίου. Τέλος, η ουρά ή μαστίγιο είναι σχεδιασμένη για κυτταρική κινητικότητα.

ΟΙ ΓΕΝΝΗΤΙΚΟΙ ΠΟΡΟΙ
Οι γεννητικοί πόροι αποτελούν την οδό μέσω της οποίας εκκρίνεται το σπέρμα από τους όρχεις. Εκτείνονται από τα σπερματικά σωληνάρια ως την ουρήθρα. Τα ευθέα σπερματικά σωληνάρια είναι οι εκκριτικοί πόροι των ορχικών λοβίων. Αυτά εκβάλλουν σ’ ένα δίκτυο αναστομωτικών σωληναρίων που ονομάζεται αρχικό δίκτυο (του Haller). Το σπέρμα, στη συνέχεια, μεταφέρεται μέσω 9 έως 12 εκφορητικών σωληναρίων από το αρχικό δίκτυο στην επιδιδυμίδα. Η επιδιδυμίδα είναι ένα επίμηκες όργανο που βρίσκεται σε πρόσθιο-οπίσθια θέση στον άνω πόλο του όρχι (όπως το λοφίο πάνω στο κράνος). Ο σπερματικός πόρος αρχίζει από την ουρά της επιδιδυμίδας και ακολουθεί την πορεία του σπερματικού τόνου, καταλήγοντας στη συμβολή της σπερματοδόχου κύστης με τον εκσπερματικό πόρο.

ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΤΟΥ ΣΠΕΡΜΑΤΟΣ
Το σπέρμα αποτελείται από τις εκκρίσεις των όρχεων, της επιδιδυμίδας, των βολβοουρηθρικών αδένων, των σπερματοδόχων κύστεων και του προστάτη. Οι σπερματοδόχες κύστεις παράγουν από 40% έως 80% του συνολικού όγκου του σπέρματος, ενώ ο προστάτης συνεισφέρει μόνο στο 10% έως 30% της εκσπερμάτισης. Το υγρό της εκσπερμάτισης περιέχει φρουκτόζη, σε συγκεντρώσεις μέχρι και 450 mg/dl (που είναι απαραίτητη για τη θρέψη του σπέρματος), προσταγλανδίνες, διττανθρακικά (για να ουδετεροποιείται το όξινο περιβάλλον του κόλπου), καθώς και ένζυμα και πρωτεάσες για την ρευστοποίηση του πηχτού σπέρματος. Άλλα συστατικά του υγρού είναι ο ψευδάργυρος, τα φωσφολιπίδια, η φωσφατάση και η σπερμίνη, που αποτελούν εκκρίσεις του προστάτη. Ο συνηθισμένος όγκος της εκσπερμάτισης είναι από 1,5 έως 5,0 cc και το pH της κυμαίνεται από 7,05 – 7,80.

ΝΕΥΡΩΣΗ ΤΟΥ ΑΝΔΡΙΚΟΥ ΓΕΝΝΗΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ
Τα νεφρικά νεύρα προέρχονται από το ηλιακό πλέγμα (τόσο το μείζον όσο και το έλασσον σπλαγχνικό νεύρο), ενώ τα νεύρα που νευρώνουν τον ουρητήρα προέρχονται κυρίως από το νεφρό και το υπογάστριο πλέγμα. Τα νεύρα που νευρώνουν την ουροδόχο κύστη προέρχονται από την τρίτη και τέταρτη ιερή ρίζα (S3 και S4) και ιδιαίτερα από το υπογάστριο πλέγμα, που παρέχει και συμπαθητικές νευρικές ίνες. Τα νεύρα για το όσχεο και το δέρμα του πέους (αισθητικά, κινητικά και αγγειακά νεύρα) είναι κλάδοι του ιερού και του οσφυϊκού πλέγματος. Τα νεύρα για τα στυτικά όργανα προέρχονται τόσο από το συμπαθητικό σύστημα (υπογάστριο πλέγμα) όσο και από το εγκεφαλονωτιαίο σύστημα, μέσω του ραχιαίου νεύρου του πέους.

ΑΙΜΑΤΩΣΗ ΤΟΥ ΑΝΔΡΙΚΟΥ ΓΕΝΝΗΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ
Η νεφρική αρτηρία εκφύεται από την κοιλιακή αορτή, εισέρχεται στο νεφρό μέσω του νεφρικού μίσχου και δίνει κλάδους προς την κάψα του περινεφρικού λίπους και προς το άνω τμήμα του ουρητήρα. Το κατώτερο τμήμα του ουρητήρα, όμως, αιματώνεται από κλάδους της σπερματικής και της υπογάστριας αρτηρίας. Οι κάτω σπερματικές αρτηρίες (κλάδοι της υπογάστριας αρτηρίας) αιματώνουν τον πυθμένα της ουροδόχου κύστης, τον προστάτη και την προστατική μοίρα της ουρήθρας και δίνουν κλάδους προς τους σπερματικούς πόρους και τις σπερματοδόχους κύστεις. Οι πρόσθιες κυστικές αρτηρίες προέρχονται από την έσω αιδοιική αρτηρία. Τα αγγεία που αιματώνουν τον όρχι και την επιδιδυμίδα διατρέχουν το σπερματικό τόνο. Η ραχιαία, η βολβοουρηθρική και η σηραγγώδης αρτηρία συμμετέχουν στην αιμάτωση του πέους.

ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΟΥ ΑΝΔΡΙΚΟΥ ΓΕΝΝΗΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ
Το ουροποιητικό σύστημα αρχίζει να αναπτύσσεται μεταξύ της 5ης και της 7ης εβδομάδας της ενδομήτριας ζωής. Στις ουρογεννητικές ακρολοφίες, πίσω από το ραχιαίο τοίχωμα της περιτοναϊκής κοιλότητας, η έξω χορδή (ουροποιητική) χωρίζεται σε τρία τμήματα: τον πρόνεφρο, το μεσόνεφρο και το μετάνεφρο. Τα δύο πρώτα τμήματα κάθε ακρολοφίας διελαύνονται από έναν κοινό επιμήκη σωλήνα, που ονομάζεται μεσονεφρικός πόρος ή πόρος του Woff. Το απώτερο άκρο του πόρου αυτού φτάνει μέχρι το εξωτερικό τοίχωμα της εμβρυϊκής αμάρας. Οι μεσόνεφροι που βρίσκονται στα μεσαία τμήματα των ουρογεννητικών ακρολοφιών σχηματίζουν αρκετά μικρά εγκάρσια σωληνάρια, τα οποία στους άνδρες γίνονται οι εκφορητικοί πόροι των όρχεων. Οι μετάνεφροι είναι οι πρόδρομοι των νεφρών. Ο ουρητήρας, η νεφρική πύελος, οι κάλυκες και τα αθροιστικά σωληνάρια προέρχονται, επίσης, από τους ουρητηρικούς κάλυκες.

ΕΜΒΡΥΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΩΝ ΑΡΣΕΝΙΚΩΝ ΓΟΝΑΔΩΝ
Οι γεννητικοί αδένες αναπτύσσονται από τις γεννητικές ακρολοφίες και υφίστανται κοινή εξελικτική διαδικασία και για τα δύο φύλα ως την 7η εβδομάδα της κύησης. Τα αρχέγονα βλαστικά κύτταρα μεταναστεύουν προς τους γεννητικούς αδένες, οργανωμένα σε χορδές και ενεργοποιούν την ανάπτυξή τους, ανάλογα με τα φυλετικά χρωμοσώματα που περιέχουν: το χρωμόσωμα Υ (από το ζεύγος ΧΥ) προκαλεί την ανάπτυξη των όρχεων. Οι χορδές των αρχέγονων βλαστικών κυττάρων συνεχίζουν να οργανώνονται και περιβάλλονται από τον ινώδη χιτώνα. Μέχρι τον 4ο μήνα αποκτούν πεταλοειδές σχήμα, μετακινούνται στην πύλη του όρχι και μετατρέπονται στο ορχικό δίκτυο. Στο ίδιο χρονικό διάστημα ο πρωτόγονος όρχις περιέχει ήδη τα κύτταρα Sertoli και τα διάμεσα κύτταρα (του Leydig) και είναι σε θέση να προκαλέσει την ανάπτυξη τόσο των γεννητικών πόρων όσο και των έξω γεννητικών οργάνων.

ΓΕΝΕΤΙΚΟΣ ΚΑΘΟΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΦΥΛΟΥ
Το χρωμοσωμικό φύλο καθορίζεται τη στιγμή της σύλληψης και προσδιορίζεται από τον αρσενικό γαμέτη. Τόσο το ωοκύτταρο όσο και το σπερματοζωάριο φέρουν απλοειδικό αριθμό χρωμοσωμάτων: μια απλή σειρά 23 χρωμοσωμάτων (22 σωματικά χρωμοσώματα και 1 φυλετικό χρωμόσωμα).
Το ωοκύτταρο φέρει πάντοτε ένα χρωμόσωμα Χ, ενώ ο αρσενικός γαμέτης μπορεί να έχει είτε το χρωμόσωμα Χ είτε το Υ. Το χρωμόσωμα που συνεισφέρει το σπερματοζωάριο συμπληρώνει το φυλετικό ζεύγος στον διπλοειδικό ζυγώτη. Το αποτέλεσμα της ένωσης αυτής είναι ένα θηλυκό έμβρυο με γονότυπο 46ΧΧ ή ένα αρσενικό έμβρυο με γονότυπο 46ΧΥ. Η ανάπτυξη του αρσενικού δεν απαιτεί μόνο την παρουσία του χρωμοσώματος Υ, αλλά και τις πληροφορίες που φέρει το χρωμόσωμα Χ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: